Page 25 - Report_2010_2011_Project_el

Basic HTML Version

23
Το ελληνικό και διεθνές περιβάλλον
Την τρέχουσα περίοδο οι δράσεις του ΕΚΤ σχεδιάζονται με βάση:
α)
τις οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα, οι οποίες υπαγορεύουν δυναμική στοχοθέτη-
ση, βιώσιμες προτάσεις, συγκροτημένες προσπάθειες και εποικοδομητικές συνεργασίες με πολλαπλασι-
αστικά αποτελέσματα και,
β)
τις διεθνείς εξελίξεις στον χώρο των εθνικών ηλεκτρονικών υποδομών περιεχομένου και δεδομένων,
και της επιστημονικής επικοινωνίας.
Η συσσώρευση ποιοτικού τεκμηριωμένου περιεχομένου και η ανάπτυξη πρότυπων τεχνολογικών συστη-
μάτων σε μια ολοκληρωμένη ερευνητική e-υποδομή εθνικής χρήσης (research e-infrastructure) σχεδιάστη-
κε λαμβάνοντας υπόψη το ευρωπαϊκό και διεθνές επιχειρησιακό και τεχνολογικό περιβάλλον, σύμφωνα
με το οποίο:
Η οικονομική ανάπτυξη
συναρτάται όλο και περισσότερο με την ανάπτυξη της «Κοινωνίας της Γνώ-
σης» και την ελεύθερη διακίνηση της γνώσης και της καινοτομίας («πέμπτη ελευθερία») σε έναν ενιαίο
ευρωπαϊκό χώρο της πληροφορίας. Η προσβασιμότητα των πολιτών σε αξιόλογο, έγκριτο, ποιοτικό
ψηφιακό περιεχόμενο, αλλά και σε περιεχόμενο που δημιουργείται από τους χρήστες, αναδεικνύεται
σε κεντρική προϋπόθεση για τη δημιουργική και καινοτομική κοινωνία της πληροφορίας.
Η πολιτική της ανοικτής πρόσβασης
κερδίζει ολοένα και περισσότερους υποστηρικτές. Τα τελευ-
ταία χρόνια, αυξάνονται οι δράσεις ανοικτής πρόσβασης για τη διάθεση ερευνητικών αποτελεσμά-
των, ιδιαίτερα εκείνων που προέρχονται από δημόσια χρηματοδότηση, ενώ διευρύνονται και σε πεδία
όπως τα δημόσια δεδομένα και το εκπαιδευτικό περιεχόμενο.
Το ψηφιακό περιεχόμενο
αποτελεί πλέον βασική συνιστώσα της σύγχρονης κοινωνίας. Αναδει-
κνύονται έτσι οι υποδομές οργάνωσης, διάθεσης και διατήρησης επιστημονικού και πολιτισμικού
περιεχομένου (ψηφιακές βιβλιοθήκες, αποθετήρια, ηλεκτρονικά περιοδικά), η συσσώρευση των δε-
δομένων και το διαμοίρασμα των υποδομών, αλλά και η δημιουργία πανευρωπαϊκών υποδομών για
τη διαχείριση των αποτελεσμάτων της έρευνας και τη διασφάλιση της πολύ-πολιτισμικότητας της
Ευρώπης (OPENAIRE και ευρωπαϊκή ψηφιακή βιβλιοθήκη Εuropeana).
Οι Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνιών
(ΤΠΕ) λειτουργούν καταλυτικά στην καινοτομία,
την εκπαίδευση, την έρευνα και τη δια βίου κατάρτιση. Στο προσκήνιο βρίσκονται εφαρμογές όπως ο
σημασιολογικός ιστός (semantic web), οι τεχνολογίες web 2.0 και τα εργαλεία κοινωνικής δικτύωσης
που επιτρέπουν τη διαδικτυακή διάθεση υψηλής ποιότητας ακαδημαϊκού και εκπαιδευτικού περιε-
χομένου, τη δημιουργία εικονικών περιβαλλόντων έρευνας και μάθησης, τη διατήρηση σε ψηφιακή
μορφή των ερευνητικών δεδομένων και αποτελεσμάτων, την επαναχρησιμοποίηση περιεχομένου και
την παραγωγή νέου με τη συμμετοχή των χρηστών.
Τα συστήματα που διαχειρίζονται πληροφορίες και ψηφιακά αρχεία
αναπτύσσονται με βάση
νέα μοντέλα (διαμοιραζόμενες υπηρεσίες, αγορά διαδικτυακών υπηρεσιών), αυστηρές προδιαγρα-
φές και ανοικτά πρότυπα που εξασφαλίζουν διαλειτουργικότητα και επιτρέπουν την ανταπόκρισή
τους με ευελιξία και μικρότερο κόστος στις συνεχώς διευρυνόμενες απαιτήσεις και τεχνολογικές
αλλαγές.
Η ευρυζωνικότητα
,
η παροχή υπηρεσιών σε κινητούς χρήστες και η σύγκλιση των πλατφορμών
(video, voice & data) διαμορφώνουν νέες υπηρεσίες και απαιτούν νέα επιχειρησιακά μοντέλα για τον
τρόπο διάθεσης περιεχομένου και συνεργασίες.
Η νέα ψηφιακή εποχή
βασίζεται, μεταξύ άλλων, στο ανοικτό περιβάλλον ανάπτυξης (open source,
open standards), τη βελτίωση των ικανοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού σε επίπεδο χρηστών, την
εφαρμογή των αρχών του green computing, τη μείωση του κόστους ενέργειας και τη διευθέτηση των
θεμάτων που σχετίζονται με τα πνευματικά δικαιώματα.
Η ανάγκη καταγραφής της επιστημονικής δραστηριότητας
και η πίστωση, με αξιόπιστο τρόπο,
των αποτελεσμάτων στους συντελεστές της οδηγεί στην υιοθέτηση και εφαρμογή των Σύγχρονων
Συστημάτων Διαχείρισης Πληροφορίας για την Ερευνητική Δραστηριότητα (CRIS-Current Research
Information Systems), τόσο σε επίπεδο ερευνητικών οργανισμών όσο και σε επίπεδο φορέων που δι-
αμορφώνουν ερευνητική πολιτική και χρηματοδοτούν την έρευνα, και επιβάλλουν την ανάπτυξη νέων
μεθόδων και δεικτών για τη μέτρηση της έρευνας.